- οντογονία
- οντογονία, η και οντογένεια, η και οντογένεση, ηη εξέλιξη του ζωντανού οργανισμού από το σπέρμα ως την πλήρη διάπλασή του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οντογονία — η 1. βιολ. η οντογένεση 2. ο υποθετικός τρόπος εμφάνισης τών οργανικών όντων τής γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Δ. Ν. Παπαβασιλόπουλο … Dictionary of Greek
οντογενετικός — και οντογονικός, ή, ό βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οντογένεση, στην οντογονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀντογένεσις. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Ιω. Σκαλτσούνη. Ο τ. οντογονικός < οντογονία. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκά… … Dictionary of Greek
φυλογένεση ή φυλογονία — Η επιστήμη που εξετάζει τη γένεση και την εξέλιξη των φυτών, των ζώων και των διαφόρων γενών και ειδών τους, σε συνάρτηση με τους διάφορους σταθμούς εξέλιξης της Γης. Οι κυριότερες πηγές της φ. είναι η παλαιοντολογία, η συγκριτική ανατομία και η… … Dictionary of Greek
οντογένεση — η βλ. οντογονία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οντογονικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οντογονία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)